αειεστώ — ἀειεστώ, η (Α) το να υπάρχει κάτι αιώνια, η αιώνια ύπαρξη. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από ἀεὶ + ἐστί, γ εν. πρόσ. τού ρ. εἰμί, πρβλ. ἀπ εστώ, συν εστώ, εὐ εστώ κ.λπ.] … Dictionary of Greek
ἀειεστώ — eternal being fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)